- γηραλέας
- γηραλέᾱς , γηραιόςagedfem acc pl (epic)γηραλέᾱς , γηραιόςagedfem gen sg (attic doric aeolic)γηραλέᾱς , γηραιόςagedfem acc plγηραλέᾱς , γηραιόςagedfem gen sg (attic doric aeolic)γηραλέᾱς , γηραλέοςfem acc plγηραλέᾱς , γηραλέοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.